ItalianoGreco


fióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjore]

το λουλούδι, το άνθος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a fiori = λουλουδάτος [-η, -ο] || fior [αρσ.] di latte = το ανθόγαλα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---