fiorìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fjoˈrito]
1 ανθοφόρος
2 περίτεχνος
3 λουλουδάτος
4 λεπτοδουλεμένος
5 περίκομψος
6 θαλερός
7 λουλουδιασμένος
8 ανθισμένος
9 λουλουδιστός
10 ροδοκόκκινος
11 ανθηρός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fjoˈrito]
1 ανθοφόρος
2 περίτεχνος
3 λουλουδάτος
4 λεπτοδουλεμένος
5 περίκομψος
6 θαλερός
7 λουλουδιασμένος
8 ανθισμένος
9 λουλουδιστός
10 ροδοκόκκινος
11 ανθηρός
permalink
fiorito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android