ItalianoGreco


flessibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [flessibiliˈta]

1 προσαρμοστικότητα
2 ευκολία προσαρμογής
3 ελαστικότητα
4 ευκαμψία
5 ευλυγισία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---