ItalianoGreco


flottànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [flotˈtante]

1 κεφάλαιο κίνησης
2 βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

flottànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [flotˈtante]

1 μεταβλητός
2 κυμαινόμενος
3 επιπλέων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---