ItalianoGreco


foggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fodʤaˈtura]

1 διαμόρφωση
2 σχηματισμός
3 διάπλαση
4 πλάσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---