ItalianoGreco


fólto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfolto]

βάθη αδιαπέραστα (του ωκεανού)

fólto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfolto]

πυκνός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---