ItalianoGreco


fondìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdista]

1 αρθρογράφος
2 δρομέας μεγάλων αποστάσεων
3 σκιέρ μεγάλων αποστάσεων σε ανώμαλο έδαφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---