ItalianoGreco


fontanìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fontaˈnile]

1 πηγή
2 νερομάνα
3 κρήνη
4 κεφαλάρι
5 βρύση
6 ανάβρα
7 δροσοπηγή
8 κεφαλόβρυσο
9 βελούχι
10 μάτι νερού
11 μέρος που πίνουν τα ζώα
12 ανάβρα
13 ποτίστρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---