fósco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈfosko]
1 καταχνιασμένος
2 ομιχλώδης
3 ζοφερός
4 σκοτεινός
5 θαμπός
6 θεοσκότεινος
7 μουντός
8 δυσήλιος
9 σκοταδερός
10 ανταριασμένος
11 σκοτεινιασμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈfosko]
1 καταχνιασμένος
2 ομιχλώδης
3 ζοφερός
4 σκοτεινός
5 θαμπός
6 θεοσκότεινος
7 μουντός
8 δυσήλιος
9 σκοταδερός
10 ανταριασμένος
11 σκοτεινιασμένος
permalink
fosco (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android