fràdicio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]
1 υγρασία
2 ανηθικότητα
3 σαπίλα
4 υγρότητα
5 διαφθορά
6 χαλασμένο κομμάτι
fràdicio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]
(bagnato) μουσκεμένος (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]
1 υγρασία
2 ανηθικότητα
3 σαπίλα
4 υγρότητα
5 διαφθορά
6 χαλασμένο κομμάτι
fràdicio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈfradiʧo]
(bagnato) μουσκεμένος (-ή, -ό)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
essere ubriaco fradicio = είμαι στουπί στο μεθύσι
fradicio (ουσ αρσ )
fradicio (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android