ItalianoGreco


framménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [framˈmento]

1 περίτριμμα
2 σπασμένο κομμάτι πήλινου
3 θρύμμα
4 τεμάχιο
5 θρύψαλο
6 θραύσμα
7 σύντριμμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z