ItalianoGreco


frazionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [frattsjonaˈmento]

1 σπάσιμο
2 διαχωρισμός σε κλάσματα
3 κατάτμηση
4 διαχωρισμός
5 διάσπαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---