ItalianoGreco


frèmito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfrɛmito]

1 θρόισμα
2 τρεμούλα
3 φουρφούρισμα
4 βουητό
5 ωρυγή
6 ρίγος
7 αχός
8 τρέμουλο
9 τρεμούλιασμα
10 ανατριχίλα
11 ανατρίχιασμα
12 μουρμούρα
13 χτύπος ρυθμικός
14 σύγκρυο
15 σούσουρο
16 ρόχθος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---