Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gabbière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gabˈbjɛre]

ναύτης που κάνει σκοπιά στο θωράκιο (ψηλά στο κατάρτι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gabbiata gabbione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gabbarsi (ρ.μ. (αντων.))
gabbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gabbia (θηλ.ουσ)
gabbiano (ουσ αρσ )
gabbiata (θηλ.ουσ)
gabbiere (ουσ αρσ )
gabbione (ουσ αρσ )
gabbo (ουσ αρσ )
gabbro (ουσ αρσ )
gabella (θηλ.ουσ)
gabellare (ρ. μτβ.)
gabelliere (ουσ αρσ )
gabinetto (ουσ αρσ )
Gabriele (κύρ.όν. αρσ.)
Gabriella (κύρ.όν. θηλ.)
gadidi (ουσ αρσ πληθ.)
gadolinio (ουσ αρσ )
gadolinite (θηλ.ουσ)
gaelico (ουσ αρσ )
gaelico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---