ItalianoGreco


galantomìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galantoˈmizmo]

1 γενναιοδωρία
2 απλοχεριά
3 ευγενική συμπεριφορά
4 χουβαρνταλίκι
5 γαλαντομία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---