ItalianoGreco


gèmma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛmma]

1 κόσμημα
2 τζοβαΐρι
3 μπουμπούκι
4 πετράδι
5 πολύτιμος λίθος
6 έκφυση (φυτού)
7 εκβλάστηση
8 οφθαλμός (φυτού)
9 μάτι (φυτού)
10 γονοφθαλμίδιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---