ItalianoGreco


ghièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgjɛra]

1 μεταλλικός κρίκος
2 μεταλλικός δακτύλιος
3 τοξωτό υπέρθυρο
4 παξιμάδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---