ItalianoGreco


ghìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgiro]

1 ασπάλακας εδώδιμος Glis glis
2 τυφλοπόντικας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dormire come un ghiro = κοιμάμαι βαθειά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---