gingìllo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʤinˈʤillo]
1 μπιχλιμπίδι
2 απασχόληση να περνά η ώρα
3 ασήμαντο πράγμα
4 μικρό πράγμα
5 παιχνίδι
6 παιχνίδι για να περνά η ώρα
7 μαραφέτι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʤinˈʤillo]
1 μπιχλιμπίδι
2 απασχόληση να περνά η ώρα
3 ασήμαντο πράγμα
4 μικρό πράγμα
5 παιχνίδι
6 παιχνίδι για να περνά η ώρα
7 μαραφέτι
permalink
gingillo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android