ItalianoGreco


giostrànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤosˈtrante]

αγωνιζόμενος σε κονταρομαχίες (καλύτερα χρησιμοποίησε το giostratore)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z