ItalianoGreco


giubbóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤubˈbone]

1 βαρύς επενδύτης
2 γούνινο πανωφόρι
3 δερμάτινο πανωφόρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---