ItalianoGreco


giùsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤusto]

1 το δίκιο
2 δίκαιος άνθρωπος
3 το πρεπούμενο
4 αμερόληπτος άνθρωπος
5 το σωστό

giùsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤusto]

1 (esatto) σωστός (-ή, -ό)
2 (equo) δίκαιος (-η, -ο)
3 (abito) κατάλληλος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---