ItalianoGreco


gòbba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔbba]

1 καμπούρα
2 λοφίσκος ρίπτη μπέιζμπολ
3 σαμάρι δρόμου
4 ύβος
5 προεξοχή ή εξόγκωμα
6 κύφωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---