ItalianoGreco


gommatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gommaˈtura]

1 κόλλημα
2 σετ ελαστικών αυτοκινήτου
3 επίστρωση με λάστιχο ή καουτσούκ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---