gónzo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgondzo]
1 βλάκας
2 χάχας
3 χαὶβάνι
4 χαζοβιόλης
5 χαζοχαρούμενος
6 χαζούλιακας
7 μπουνταλάς
8 εύπιστος
9 κουτός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgondzo]
1 βλάκας
2 χάχας
3 χαὶβάνι
4 χαζοβιόλης
5 χαζοχαρούμενος
6 χαζούλιακας
7 μπουνταλάς
8 εύπιστος
9 κουτός
permalink
gonzo (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android