ItalianoGreco


gónzo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgondzo]

1 βλάκας
2 χάχας
3 χαὶβάνι
4 χαζοβιόλης
5 χαζοχαρούμενος
6 χαζούλιακας
7 μπουνταλάς
8 εύπιστος
9 κουτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---