gradiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [gradiˈmento]
1 χαροποίηση
2 αγαλλίαση
3 ικανοποίηση
4 συγκατάθεση
5 ηδονή
6 ευχαρίστηση
7 βάλσαμο
8 γλυκασμός
9 καλοκάρδισμα
10 ευαρέσκεια
11 ευαρέστηση
12 απόλαυση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [gradiˈmento]
1 χαροποίηση
2 αγαλλίαση
3 ικανοποίηση
4 συγκατάθεση
5 ηδονή
6 ευχαρίστηση
7 βάλσαμο
8 γλυκασμός
9 καλοκάρδισμα
10 ευαρέσκεια
11 ευαρέστηση
12 απόλαυση
permalink
gradimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android