ItalianoGreco


grafomanìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grafomaˈnia]

1 παθολογική επιθυμία για συγγραφή
2 λόξα για το γράψιμο
3 γραφομανία
4 ακατάσχετη μανία για γράψιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---