gràna
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrana]
1 ρόδι
2 βαθύ κόκκινο χρώμα
3 τυρί παρμεζάνα
gràna
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrana]
1 ενόχληση
2 μπελάς
3 κόκκος
4 κόκκινη βαφική από κοχύλια
5 λεφτά
6 χρήμα
7 παραδάκι
8 φασαρία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrana]
1 ρόδι
2 βαθύ κόκκινο χρώμα
3 τυρί παρμεζάνα
gràna
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈgrana]
1 ενόχληση
2 μπελάς
3 κόκκος
4 κόκκινη βαφική από κοχύλια
5 λεφτά
6 χρήμα
7 παραδάκι
8 φασαρία
permalink
grana (ουσ αρσ )
grana (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android