ItalianoGreco


grànde  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrande]

1 μεγάλος άντρας
2 μεγιστάνας
3 μεγαλείο
4 ενήλικος
5 πάμπλουτος
6 σπουδαίος άνθρωπος
7 διάσημος

grànde  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrande]

μεγάλος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di gran lunga = κατά πολύ || Gran Bretagna [θηλ.] = Μεγάλη Βρετανία || grande magazzino [αρσ.] = μεγάλο κατάστημα, τα πολυκαταστήματα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---