ItalianoGreco


gràno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrano]

το στάρι, το σιτάρι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


semola [θηλ.] di grano duro = το σκληρό αλεύρι || semola [θηλ.] di grano tenero = το μαλακό αλεύρι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---