ItalianoGreco


gratìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈtitʧo]

1 ψάθα
2 πλέγμα
3 κατασκευή δικτυωτή
4 τζίβα
5 καφασωτό
6 κινητός ξύλινος φράχτης
7 κιγκλίδωμα
8 δικτύωμα
9 φράχτης
10 δικτυωτό
11 εμπόδιο ιππικών αγώνων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---