gravàme
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [graˈvame]
1 άχθος
2 φόρτωμα
3 φόρος
4 σκληρή απαίτηση
5 υποθήκη
6 επαύξηση βάρους
7 φορτίο
8 βάρος
9 ζαλιά
10 επαύξηση βάρους
11 επιβάρυνση
12 επαύξηση δαπάνης
13 επιφόρτιση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [graˈvame]
1 άχθος
2 φόρτωμα
3 φόρος
4 σκληρή απαίτηση
5 υποθήκη
6 επαύξηση βάρους
7 φορτίο
8 βάρος
9 ζαλιά
10 επαύξηση βάρους
11 επιβάρυνση
12 επαύξηση δαπάνης
13 επιφόρτιση
permalink
gravame (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android