ItalianoGreco


gremìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [greˈmito]

1 στουπωμένος
2 αθρόος
3 συνωστισμένος
4 γεμάτος
5 ξέχειλος
6 υπερπλήρης
7 στοιβαγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---