ItalianoGreco


grifóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [griˈfone]

1 γύπας
2 αγιούπας
3 γυπαετός
4 γρύπας
5 τέρας μυθολογικό λιοντάρι-αετός
6 σκύλος γκριφόν (είδος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---