grifóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [griˈfone]
1 γύπας
2 αγιούπας
3 γυπαετός
4 γρύπας
5 τέρας μυθολογικό λιοντάρι-αετός
6 σκύλος γκριφόν (είδος)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [griˈfone]
1 γύπας
2 αγιούπας
3 γυπαετός
4 γρύπας
5 τέρας μυθολογικό λιοντάρι-αετός
6 σκύλος γκριφόν (είδος)
permalink
grifone (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android