ItalianoGreco


guèrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwɛrra]

ο πόλεμος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guerra [θηλ.] chimica = ο χημικός πόλεμος || guerra [θηλ.] civile = ο εμφύλιος πόλεμος || guerra [θηλ.] mondiale = ο παγκόσμιος πόλεμος || nave [θηλ.] da guerra = το πολεμικό πλοίο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---