ItalianoGreco


iconologìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ikonoloˈʤista]

1 εικονογράφος
2 εικονολόγος
3 ειδικός της εικονογραφίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---