ItalianoGreco


idìllio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdilljo]

1 ειδυλλιακή ζωή
2 βουκολικό δράμα
3 ερωτική σχέση
4 ερωτική ιστορία
5 ειδύλλιο (μουσικό)
6 ειδύλλιο (ποιητικό)
7 ειδύλλιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---