idoneità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [idoneiˈta]
1 δεινότητα
2 δυναμικότητα
3 επιτηδειότητα
4 δυνατότητα
5 επιδεξιότητα
6 ολκή
7 φόρμα
8 ικανότητα
9 αναλυτική ικανότητα
10 αξιοσύνη
11 κλίση
12 αξιότητα
13 καταλληλότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [idoneiˈta]
1 δεινότητα
2 δυναμικότητα
3 επιτηδειότητα
4 δυνατότητα
5 επιδεξιότητα
6 ολκή
7 φόρμα
8 ικανότητα
9 αναλυτική ικανότητα
10 αξιοσύνη
11 κλίση
12 αξιότητα
13 καταλληλότητα
permalink
idoneità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android