ieràtico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]
ιερατική γραφή
ieràtico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]
1 ιεροπρεπής
2 προκαλών σέβας
3 ευλαβικός
4 ιερατικός
5 κατανυκτικός
6 σοβαρός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]
ιερατική γραφή
ieràtico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [jeˈratiko]
1 ιεροπρεπής
2 προκαλών σέβας
3 ευλαβικός
4 ιερατικός
5 κατανυκτικός
6 σοβαρός
permalink
ieratico (ουσ αρσ )
ieratico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android