ItalianoGreco


imbambolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imbamboˈlato]

1 σαστισμένος
2 απλανής (για βλέμμα)
3 προσηλωμένος (για βλέμμα)
4 ζαλισμένος
5 μπερδεμένος
6 νυσταλέος
7 βουρκωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z