imboscaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imboskaˈmento]
1 κρύψιμο στο δάσος
2 αποφυγή της στρατιωτικής θητείας
3 περίοδος που αντιστοιχεί στην πέμπτη φάση του μεταξοσκώληκα
4 απόκρυψη προὶόντων με το σκοπό της κερδοσκοπίας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imboskaˈmento]
1 κρύψιμο στο δάσος
2 αποφυγή της στρατιωτικής θητείας
3 περίοδος που αντιστοιχεί στην πέμπτη φάση του μεταξοσκώληκα
4 απόκρυψη προὶόντων με το σκοπό της κερδοσκοπίας
permalink
imboscamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android