imbottitùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [imbottiˈtura]
1 στούμπωμα
2 γέμιση
3 ινώδες υλικό για παραγέμισμα
4 παραγέμισμα
5 καπιτονάρισμα
6 γέμισμα
7 γόμος
8 υλικό γεμίσματος
9 στούπωμα
10 στουπί
11 βάτα
12 γιόμιση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [imbottiˈtura]
1 στούμπωμα
2 γέμιση
3 ινώδες υλικό για παραγέμισμα
4 παραγέμισμα
5 καπιτονάρισμα
6 γέμισμα
7 γόμος
8 υλικό γεμίσματος
9 στούπωμα
10 στουπί
11 βάτα
12 γιόμιση
permalink
imbottitura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android