ItalianoGreco


imbrogliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbroʎˈʎare]

μπερδεύω, εξαπατώ

imbrogliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbroʎˈʎarsi]

1 μπερδεύομαι
2 δυσκολεύομαι
3 ψευδίζω
4 κομπιάζω
5 μπλέκομαι
6 συγχύζομαι
7 εμπλέκομαι
8 μπουρδουκλώνομαι
9 ανακατεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z