ItalianoGreco


immanènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [immaˈnɛntsa]

1 φιλοσοφική θεωρία ότι κάθε πράξη έχει όρια που ορίζονται από αυτήν
2 το ενυπάρχον
3 το έμφυτο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z