ItalianoGreco


immèrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈmɛrso]

1 προσηλωμένος
2 βυθισμένος
3 αφοσιωμένος
4 μπασμένος σε μια υπόθεση
5 καταδυθείς
6 βουτηγμένος
7 βουλιαγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z