ItalianoGreco


immiserìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [immizeˈrire]

1 σπαταλιέμαι
2 καταναλώνομαι
3 φτωχαίνω
4 εξαθλιώνομαι
5 αποδυναμώνομαι οικονομικά
6 φθίνω
7 εξουθενώνομαι

immiserìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [immizeˈrire]

1 κάνω κάποιον φτωχότερο
2 εξαθλιώνω

immiserirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [immizeˈrirsi]

1 εξουθενώνομαι
2 καταναλώνομαι
3 φθίνω
4 σπαταλιέμαι
5 εξαθλιώνομαι
6 φτωχαίνω
7 αποδυναμώνομαι οικονομικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z