ItalianoGreco


immoderàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [immodeˈrato]

1 ακρατής
2 καταχρηστικός
3 υπερβολικός
4 άκρος
5 άμετρος
6 υπέρμετρος
7 ανεξέλεγκτος
8 παρατραβηγμένος
9 έκλυτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z