ItalianoGreco


impàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpatʧo]

1 παρεμπόδιση
2 πρόσκομμα
3 επιβάρυνση
4 εμπόδιο
5 κώλυμα
6 παρακώλυση
7 φραγμός
8 μπλέξιμο
9 δυσχέρεια
10 δυσκολία
11 σύγχυση
12 οικονομικές δυσκολίες
13 αμηχανία
14 δυσάρεστη κατάσταση
15 ενόχλημα
16 βάσανο
17 ανησυχία
18 άχαρη κατάσταση
19 ενόχληση
20 μπελάς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z