ItalianoGreco


imparatìccio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imparaˈtitʧo]

1 κάτι άσχημα μαθημένο
2 ατζαμίδικη δουλειά
3 κακοτεχνία
4 γνώση ημιμαθούς
5 τσαπατσουλιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z