ItalianoGreco


impàsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpasto]

1 μίγμα
2 υλικό (χρώμα) πυκνής ζωγραφικής σύνθεσης
3 σύνθεση
4 ανάγλυφη διακόσμηση πήλινου
5 υλικό αργιλοπλαστικής
6 ζύμωμα
7 ζύμη
8 παχιά εναπόθεση μπογιάς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z